πετροχημικός

πετροχημικός
-ή, -ό, Ν [πετροχημεία]
1. ο σχετικός με την πετροχημεία
2. το ουδ. ως ουσ. τα πετροχημικά
χημικά προϊόντα που είναι παράγωγα τού πετρελαίου
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η πετροχημικός
επιστήμονας ειδικευμένος στην πετροχημεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”